ταβερνόβιος

ταβερνόβιος
-α, -ο, Ν
αυτός που συχνάζει σε ταβέρνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταβέρνα + βίος (πρβλ. καφενό-βίος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταβερνόβιος — α, ο αυτός που ζει, περνά τον καιρό του στις ταβέρνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”